- καλοσύμβουλος
- κᾰλο-σύμβουλος, ον,A giving good counsel, Ptol.Tetr.163.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλοσύμβουλος — καλοσύμβουλος, ον (Α) αυτός που συμβουλεύει τα καλά, που προτρέπει και οδηγεί στο καλό … Dictionary of Greek
καλοσυμβούλους — καλοσύμβουλος giving good counsel masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek